Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμπιτράζ < arbitrage

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμπιτράζ ουδέτερο άκλιτο

  • (οικον.) εμπορική πράξη που συνιστάται στην απόκτηση εμπορεύματος ή συναλλάγματος σε μία αγορά και την άμεση μεταπώλησή του σε άλλη με σκοπό τον προσπορισμό κέρδους από τη διαφορά των τιμών που ισχύουν στους δύο τόπους

  Μεταφράσεις επεξεργασία