Ετυμολογία

επεξεργασία
αριστερίζω < λείπει η ετυμολογία

αριστερίζω

  • παρουσιάζω ιδεολογική τάση προς τον αριστερό πολιτικό χώρο


  Μεταφράσεις

επεξεργασία