Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριστερίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αριστερίζω

  • παρουσιάζω ιδεολογική τάση προς τον αριστερό πολιτικό χώρο


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία