Ετυμολογία

επεξεργασία
απόκειμαι < αρχαία ελληνική ἀπόκειμαι

απόκειμαι (αποθετικό ρήμα)

→ δείτε τη λέξη  απόκειται (απρόσωπο, μόνο στον ενεστώτα)