αντισκόβω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντισκόβω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
αντισκόβω
- αντικόβω, διακόπτω (συνομιλητή)
- ※ -Έλεγες! Τι έλεγες; τον αντίσκοψε απότομα. (Ηλίας Βενέζης Θεώνιχος και Μνησαρέτη, [διήγημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντισκόβω
→ δείτε τη λέξη αντικόβω |