αναπολόγητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπολόγητα < αναπολόγητος
Επίρρημα επεξεργασία
αναπολόγητα
- για καταδίκη σε δίκη (κυριολεκτική ή με τη μεταφορική έννοια) κατά την οποία ο απολογουμενος δεν απολογήθηκε
- Τον δίκασαν αναπολόγητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπολόγητα
|