Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπολόγητα < αναπολόγητος

  Επίρρημα επεξεργασία

αναπολόγητα

  1. για καταδίκη σε δίκη (κυριολεκτική ή με τη μεταφορική έννοια) κατά την οποία ο απολογουμενος δεν απολογήθηκε
    Τον δίκασαν αναπολόγητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία