ανάραχο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάραχο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάραχο ουδέτερο
- Κύθηρα: φάντασμα (πληθυντικός: ανάραχα, τα φαντάσματα)[1]
- Κρήτη[2] και στην Τσακώνικη διάλεκτο[3]: το πεπρωμένο, το τυχερό, το ριζικό (συνώνυμο: ανάροχο)
- Άρτα και άλλες περιοχές, στον πληθυντικό, τα ανάραχα: η κορυφή της ραχούλας[4]
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανάραχο
|
- ↑ Λαϊκές αφηγήσεις : μύθοι και παραμύθια των Κυθήρων, φανταστική δημιουργία και πραγματικότητα. / Δέσποινα Μ. Δαμιανού, Αθήνα : Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, 16, 2005, ISBN:9608855403
- ↑ Ανάραχο, Κρήτη
- ↑ Ανάραχο, ΛΕΞΙΚΌ της Τσακώνικης διαλέκτου
- ↑ Λεξικό τοπικής διαλέκτου, Μεγαλοχαρη Άρτας