Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπάδι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπάδι αρσενικό

  1. ακέρατο ζώο (βλέπε αμπάδικος)
  2. χοντρό και τραχύ μάλλινο ύφασμα το οποίο υφαίνεται στον αργαλειό[1]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κώδιξ Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης, [XVII-XIX] αιώνας, Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ‎Δέσποινα-Ειρήνη Τσούρκα-Παπαστάθη, 1974, σελ. 199