αλόγιαστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλόγιαστα < αλόγιαστος
Επίρρημα επεξεργασία
αλόγιαστα
- (λαϊκότροπο) ή (λογοτεχνικό) αλόγιστα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλόγιαστα
→ δείτε τη λέξη αλόγιστα |
αλόγιαστα
→ δείτε τη λέξη αλόγιστα |