Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινοσκοπώ < ἀκτινοσκοπῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ακτινοσκοπώ

  1. διενεργώ εξέταση για πρόβλημα υγείας χρησιμοποιώντας ακτίνες Χ
  2. διερευνώ, εξετάζω κάτι με τη χρήση ακτινοβολίας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία