Ετυμολογία

επεξεργασία
ακλητί < α- (στερητικό) + κλητ- (< καλώ) + -ί

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kliˈti/

  Επίρρημα

επεξεργασία

ακλητί (τροπικό)