Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακατονόμαστα < ακατονόμαστος

  Επίρρημα επεξεργασία

ακατονόμαστα

  • χωρίς να μπορεί κάποιος ούτε καν να προφέρει το όνομα μιας φοβερής πράξης ή προσώπου

  Μεταφράσεις επεξεργασία