Ετυμολογία

επεξεργασία
ακατονόμαστα < ακατονόμαστος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ακατονόμαστα

  • χωρίς να μπορεί κάποιος ούτε καν να προφέρει το όνομα μιας φοβερής πράξης ή προσώπου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία