αζήτητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αζήτητα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αζήτητος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααζήτητα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αυτά που κανείς δεν τα ζήτησε, δεν τα χρειάστηκε, δεν τα επιθύμησε
- απωλεσθέντα αντικείμενα που μένουν σε κάποια αποθήκη χωρίς κανείς να τα ζητήσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία αζήτητα
|