Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αδιαβατική μεταβολή θηλυκό

  • μεταβολή η οποία συμβαίνει χωρίς το αέριο να ανταλλάσσει θερμότητα με το περιβάλλον

Δείτε επίσης επεξεργασία