Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
έχω ξαγορέψει
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
έχω ξαγορέψει
α' ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος
ξαγορεύω
(+
να
)
α' ενικό υποτακτικής παρακειμένου του ρήματος
ξαγορεύω
(+
θα
)
α' ενικό συντελεσμένου μέλλοντα α' του ρήματος
ξαγορεύω