Ετυμολογία

επεξεργασία
έσχατη Θούλη < έσχατη + Θούλη

  Έκφραση

επεξεργασία

έσχατη Θούλη θηλυκό

  • ένας ιδιαίτερα μακρινός προορισμός, εκεί όπου δεν έχει φτάσει σχεδόν κανένας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία