Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έποψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έποψις θηλυκό

  1. ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι
  2. η πλευρά από την οποία εξετάζεται κάτι: "απ` αυτή την έποψη το πρόβλημα λύθηκε".

  Μεταφράσεις επεξεργασία