έποψις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έποψις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέποψις θηλυκό
- ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι
- η πλευρά από την οποία εξετάζεται κάτι: "απ` αυτή την έποψη το πρόβλημα λύθηκε".
Μεταφράσεις
επεξεργασία έποψις
|