Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ψαμμήχιτος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ψαμμήχιτος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ιστορία) ο φαραώ Ψαμμήχιτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία