Χρήστης:Lou bot/replace/διορθώσεις/θηλ03
άβλαβη, άνηβη, άεργη, άλογη, άνεργη, άπραγη, άκαρδη, άναυδη, άβαθη, άμαθη, άμισθη, άνανθη, άπεφθη, άγλυκη, άδικη, άθρησκη, άκακη, άλικη, άπροικη, άβολη, άβουλη, άδηλη, άδολη, άδουλη, άθελη, άθολη, άλαλη, άμυαλη, άναυλη, άξυλη, άοπλη, άραχλη, άγαμη, άγνωμη, άζουμη, άζυμη, άθυμη, άκοσμη, άλκιμη, άμωμη, άνομη, άοσμη, άγονη, άγρυπνη, άδειπνη, άκαπνη, άνθινη, άξαφνη, άξενη, άοκνη, άπονη, άδοξη, άγαρμπη, άκαρπη, άκοπη, άλυπη, άπρεπη, άγνωρη, άγουρη, άδενδρη, άδεντρη, άδωρη, άκαιρη, άκληρη, άκουρη, άκυρη, άμετρη, άμοιρη, άνανδρη, άναντρη, άναρθρη, άναστρη, άνευρη, άνομβρη, άνυδρη, άπειρη, άπικρη, άπλερη, άπορη, άπτερη, άπυρη, άγλωσση, άδροση, άμεση, άμουση, άνιση, άνοση, απόλυτη, άβαλτη, άβατη, άβγαλτη, άβραστη, άβρεχτη, άγγιχτη, άγδαρτη, άγδυτη, άγευστη, άγναντη, άγνεστη, άγνωστη, άγουστη, άγραφτη, άδετη, άδηκτη, άδιωχτη, άδοτη, άδυτη, άζευκτη, άζευτη, άζωστη, άθαφτη, άθικτη, άθιχτη, άθραυστη, άθρεπτη, άθρεφτη, άκαμπτη, άκαυτη, άκλαυτη, άκλητη, άκλιτη, άκλωστη, άκοφτη, άκρατη, άκριτη, άληκτη, άληστη, άλιωτη, άλλαχτη, άλουστη, άλυτη, άμεμπτη, άμεστη, άμοιαστη, άνετη, άνιπτη, άνιφτη, άνοπτη, άνοστη, άντυτη, άξεστη, άξυστη, άπαικτη, άπαιχτη, άπαρτη, άπατη, άπαυστη, άπαυτη, άπεπτη, άπηχτη, άπιαστη, άπιοτη, άπιστη, άπλαστη, άπλετη, άπλεχτη, άπληστη, άπλυτη, άπρακτη, άπραχτη, άπταιστη, άπτωτη, άρατη, άριστη, άρρηκτη, άρρητη, άβαφη, άγραφη, άκεφη, άβροχη, άηχη, άμαχη, άμισχη, άναρχη, άπαχη, άπτυχη, άκομψη