Χρήστης:Lou/δένω
{=el=}
πλέν
απαρέμφατο | μετοχή |
---|---|
αόριστος | ενεστώτας |
πλύνει | πλένοντας |
οριστική | υποτακτική | προστακτική |
---|---|---|
ενεστώτας | ||
πλένω | να πλένω | |
πλένεις | να πλένεις | πλύνε |
πλένει | να πλένει | |
πλένουμε, πλένομε | να πλένουμε, να πλένομε | |
πλένετε | να πλένετε | πλένετε |
πλένουν | να πλένουν | |
αόριστος | ||
έπλυνα | να πλύνω | |
έπλυνες | να πλύνεις | πλύνε |
έπλυνε | να πλύνει | |
πλύναμε | να πλύνουμε, να πλύνομε | |
πλύνατε | να πλύνετε | πλύντε |
έπλυναν | να πλύνουν | |
παρακείμενος α' | ||
έχω πλύνει | να έχω πλύνει | |
έχεις πλύνει | να έχεις πλύνει | |
έχει πλύνει | να έχει πλύνει | |
έχουμε/έχομε πλύνει | να έχουμε/να έχομε πλύνει | |
έχετε πλύνει | να έχετε πλύνει | |
έχουν πλύνει | να έχουν πλύνει | |
παρακείμενος β' | ||
έχω πλυμένο | να έχω πλυμένο | |
έχεις πλυμένο | να έχεις πλυμένο | έχε πλυμένο |
έχει πλυμένο | να έχει πλυμένο | |
έχουμε/έχομε πλυμένο | να έχουμε/να έχομε πλυμένο | |
έχετε πλυμένο | να έχετε πλυμένο | έχετε πλυμένο |
έχουν πλυμένο | να έχουν πλυμένο | |
υπερσυντέλικος α' | ||
είχα πλύνει | να είχα πλύνει | |
είχες πλύνει | να είχες πλύνει | |
είχε πλύνει | να είχε πλύνει | |
είχαμε πλύνει | να είχαμε πλύνει | |
είχατε πλύνει | να είχατε πλύνει | |
είχαν πλύνει | να είχαν πλύνει | |
υπερσυντέλικος β' | ||
είχα πλυμένο | να είχα πλυμένο | |
είχες πλυμένο | να είχες πλυμένο | |
είχε πλυμένο | να είχε πλυμένο | |
είχαμε πλυμένο | να είχαμε πλυμένο | |
είχατε πλυμένο | να είχατε πλυμένο | |
είχαν πλυμένο | να είχαν πλυμένο |
άλλοι χρόνοι της οριστικής | |||
---|---|---|---|
εξακολουθητικός μέλλοντας | στιγμιαίος μέλλοντας | συντελεσμένος μέλλοντας α' | συντελεσμένος μέλλοντας β' |
θα πλένω | θα πλύνω | θα έχω πλύνει | θα έχω πλυμένο |
θα πλένεις | θα πλύνεις | θα έχεις πλύνει | θα έχεις πλυμένο |
θα πλένει | θα πλύνει | θα έχει πλύνει | θα έχει πλυμένο |
θα πλένουμε, θα πλένομε | θα πλύνουμε, θα πλύνομε | θα έχουμε/θα έχομε πλύνει | θα έχουμε/θα έχομε πλυμένο |
θα πλένετε | θα πλύνετε | θα έχετε πλύνει | θα έχετε πλυμένο |
θα πλένουν | θα πλύνουν | θα έχουν πλύνει | θα έχουν πλυμένο |