Χρήστης:Flyax/ρήμα
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | χαρακτηρίζω | χαρακτήριζα | θα χαρακτηρίζω | να χαρακτηρίζω | χαρακτηρίζοντας | |
β' ενικ. | χαρακτηρίζεις | χαρακτήριζες | θα χαρακτηρίζεις | να χαρακτηρίζεις | χαρακτήριζε | |
γ' ενικ. | χαρακτηρίζει | χαρακτήριζε | θα χαρακτηρίζει | να χαρακτηρίζει | ||
α' πληθ. | χαρακτηρίζουμε | χαρακτηρίζαμε | θα χαρακτηρίζουμε | να χαρακτηρίζουμε | ||
β' πληθ. | χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίζατε | θα χαρακτηρίζετε | να χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίζετε | |
γ' πληθ. | χαρακτηρίζουν | χαρακτήριζαν χαρακτηρίζανε |
θα χαρακτηρίζουν | να χαρακτηρίζουν | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαρακτήρισα | θα χαρακτηρίσω | να χαρακτηρίσω | χαρακτηρίσει | ||
β' ενικ. | χαρακτήρισες | θα χαρακτηρίσεις | να χαρακτηρίσεις | χαρακτήρισε | ||
γ' ενικ. | χαρακτήρισε | θα χαρακτηρίσει | να χαρακτηρίσει | |||
α' πληθ. | χαρακτηρίσαμε | θα χαρακτηρίσουμε | να χαρακτηρίσουμε | |||
β' πληθ. | χαρακτηρίσατε | θα χαρακτηρίσετε | να χαρακτηρίσετε | χαρακτηρίστε | ||
γ' πληθ. | χαρακτήρισαν χαρακτηρίσανε |
θα χαρακτηρίσουν | να χαρακτηρίσουν | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαρακτηρίσει | είχα χαρακτηρίσει | θα έχω χαρακτηρίσει | να έχω χαρακτηρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαρακτηρίσει | είχες χαρακτηρίσει | θα έχεις χαρακτηρίσει | να έχεις χαρακτηρίσει | έχε χαρακτηρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει | είχε χαρακτηρίσει | θα έχει χαρακτηρίσει | να έχει χαρακτηρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαρακτηρίσει | είχαμε χαρακτηρίσει | θα έχουμε χαρακτηρίσει | να έχουμε χαρακτηρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαρακτηρίσει | είχατε χαρακτηρίσει | θα έχετε χαρακτηρίσει | να έχετε χαρακτηρίσει | έχετε χαρακτηρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν χαρακτηρίσει | είχαν χαρακτηρίσει | θα έχουν χαρακτηρίσει | να έχουν χαρακτηρίσει | ||
Παρακείμενος | έχω χαρακτηρισμένο, έχεις χαρακτηρισμένο, έχει χαρακτηρισμένο, έχουμε χαρακτηρισμένο, έχετε χαρακτηρισμένο, έχουν χαρακτηρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα χαρακτηρισμένο, είχες χαρακτηρισμένο, είχε χαρακτηρισμένο, είχαμε χαρακτηρισμένο, είχατε χαρακτηρισμένο, είχαν χαρακτηρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω χαρακτηρισμένο, θα έχεις χαρακτηρισμένο, θα έχει χαρακτηρισμένο ... κλπ | |||||
Υποτακτική | να έχω χαρακτηρισμένο, να έχεις χαρακτηρισμένο, να έχει χαρακτηρισμένο ... κλπ |