Χρήστης:AtouBot/αλλαγή ξεν σε τ παντού

Κώδικας (στο fixes.py):

    'protypo_xen': {
        'regex' : False,
        'msg': {
           'el':u'αντικατάσταση ξεν με τ στο κρυμμένο κείμενο',
        },
        'replacements': [
            (u'{{ξεν|', u'{{τ|'),
        ],
    },

μαζί με μια μικρή τροποποίηση στον κώδικα του Κατάλογος λέξεων:

bouteille κύβος εύχρηστος αφοπλισμός ραφίς λαγαρός εφορμώ λερός παιδολογία έμβιος άρον άρον δεν τρέχει μία Τρώς φρικιάω φριξός λοφνίς λυσίκακος λυκηδόν λυκῆ λύκειος Βροντίνος βοοειδή τζιτζί μούναρος βαλελίκι στεροειδή γερμένος γαγγραινιασμένος γαζωμένος γαλακτοποιημένος γαλβανισμένος γαληνεμένος γαλουχημένος γανιασμένος γαντζωμένος γανωμένος γαργαλημένος γαργαλισμένος γαργαλεμένος γαριασμένος γαρνιρισμένος γατσιασμένος γδαρμένος γδικημένος γδυμένος γελοιογραφημένος γελοιοποιημένος γεμισμένος γενικευμένος γεννημένος γερασμένος γεροκομημένος γευματισμένος γεφυρωμένος γηπεδοποιημένος γηροκομημένος γητεμένος γιατρεμένος γιγαντεμένος γιγαντωμένος γινατεμένος γιομισμένος γιορτασμένος γιουχαρισμένος γιουχαϊσμένος γκαζωμένος γκαστρωμένος γκρεμισμένος γκρεμοτσακισμένος γλαρωμένος γλειμμένος γλιτσιασμένος γλιτωμένος γλυκαμένος γλυκοκοιμισμένος γλυκοκοιταγμένος γλυκοκουβεντιασμένος γλυκοτραγουδημένος γλυκοφιλημένος γλωσσοφαγωμένος γνεσμένος γνοιασμένος γνωρισμένος γνωστοποιημένος γοητευμένος γομωμένος γονατισμένος γουρλωμένος γουρμασμένος γουρσουζεμένος γραδαρισμένος γραμμογραφημένος γραπωμένος γρασαρισμένος γρατζουνισμένος γρατσουνισμένος γριπιασμένος γριπωμένος γρονθοκοπημένος γρουσουζεμένος γυαλισμένος γυμνασμένος γυμνωμένος γυρισμένος γυρεμένος γυψωμένος γωνιασμένος δεμένος δαρμένος δοσμένος δαγκωμένος δακρυσμένος δαμασμένος δαμαλισμένος δανεισμένος δανειοδοτημένος δαπανημένος

δασκαλεμένος δασμολογημένος δειγμένος δεκαπλασιασμένος δελεασμένος δεματιασμένος δεντροφυτεμένος δεντρωμένος δεξιωμένος δηλοποιημένος δηλωμένος δημευμένος δημιουργημένος δημοπρατημένος δημοσιευμένος δημοσιοποιημένος δημοσκοπημένος διαβασμένος διαβεβλημένος διαβαθμισμένος διαβεβαιωμένος διαβιβασμένος διαβολοσταλμένος διαβρωμένος διαγγελμένος διαγκωνισμένος διαγουμισμένος διαγραμμένος διαγραμμισμένος διαδηλωμένος διαδραματισμένος διαθερμασμένος διαθλασμένος διαιρεμένος διαιωνισμένος διακανονισμένος διακηρυγμένος διακινδυνευμένος διακινημένος διακλαδισμένος διακορευμένος διακριμένος διακριβωμένος διακυβερνημένος διακυβευμένος διακωμωδημένος διακομμένος διαλεγμένος διαλαλημένος διαλευκασμένος διαλογισμένος διαλυμένος διαμελισμένος διαμερισμένος διαμετακομισμένος διαμετρημένος διαμηνυμένος διαμοιρασμένος διαμορφωμένος διαμφισβητημένος διανεμημένος διανεμισμένος διανθισμένος διανοιγμένος διανυσμένος διαπαιδαγωγημένος διαπερασμένος διαπλασμένος διαπλεγμένος διαπλατυσμένος διαπληκτισμένος διαπομπευμένος διαπορθμεμένος διαποτισμένος διαπραγμένος διαρθρωμένος διαρπαγμένος διερρηγμένος διαρρυθμισμένος διασαφηνισμένος διασκεδασμένος διασκελισμένος διασπαθισμένος διασπασμένος διασταλμένος διασταυρωμένος διαστρεβλωμένος διασφαλισμένος διασχισμένος διασυρμένος διασωσμένος διαταγμένος διαταραγμένος διατηρημένος διατιμημένος διατρανωμένος διατρυπημένος διατυμπανισμένος διατυπωμένος διαφεντευμένος διαφημισμένος διαφοροποιημένος διαφυλαγμένος διαφωτισμένος διαχυμένος διαχαραγμένος διαχειμασμένος διαχειρισμένος διαχωρισμένος διαψευσμένος διαψυγμένος διβολισμένος διδαγμένος διεγερμένος διεθνοποιημένος διεκδικημένος διεκπεραιωμένος διελεγμένος διενεργημένος διεξαγμένος διερευνημένος διερμηνευμένος διευθετημένος διευκρινισμένος διευρυμένος διηγημένος διηθημένος δικασμένος δικαιωμένος δικτυωμένος διογκωμένος διοικημένος διομολογημένος διοργανωμένος διορθωμένος διοχετευμένος διπλαρωμένος διπλασιασμένος διπλοκλειδωμένος διπλοψηφισμένος διπλωμένος διυλισμένος διχασμένος διχοτομημένος διωγμένος δογματισμένος δοκιμασμένος δολοφονημένος δολωμένος δονημένος δοξασμένος δοξολογημένος δουλεμένος δραματοποιημένος δραστηριοποιημένος δραχμοποιημένος δρομολογημένος δροσισμένος δροσολογημένος

δυναμωμένος δυναστευμένος δυσκολεμένος δυσφημισμένος δωρισμένος δωροδοκημένος προτιμώμενος εγγεγραμμένος εγκαθιδρυμένος εγκατεστημένος εγκαινιασμένος εγκαρδιωμένος εγκαταλελειμμένος εγκαταστημένος εγκλιματισμένος εγκλωβισμένος εγκολπωμένος εγκεκριμένος εγκωμιασμένος εγχαραγμένος εγχειρημένος εδραιωμένος ειδοποιημένος εικονισμένος ειρηνευμένος εκβαθυμένος εκβιομηχανισμένος εκγυμνασμένος εκδομένος εκδηλωμένος εκδημοκρατισμένος εκδικασμένος εκδιωγμένος εκθαμβωμένος εκθειασμένος εκθρονισμένος εκκαθαρισμένος εκκενωμένος εκκλησιασμένος εκκοκκισμένος εκκριμένος εκλεγμένος εκλαϊκευμένος εκλεπτυσμένος εκλογικευμένος εκμαυλισμένος εκμεταλλευμένος εκμηδενισμένος εκμισθωμένος εκμυστηρευμένος εκπατρισμένος εκπληρωμένος εκποιημένος εκπολιτισμένος εκπονημένος εκπροσωπημένος εκριζωμένος εκσλαβισμένος εκστασιασμένος εκστομισμένος εκσυγχρονισμένος εκταμιευμένος εκτελεσμένος εκτελωνισμένος εκτιμημένος εκτιναγμένος εκτονωμένος εκτοξευμένος εκτοπισμένος εκτουρκισμένος εκτραχηλισμένος εκτροχιασμένος εκτυπωμένος εκτυφλωμένος εκφαυλισμένος εκφοβισμένος εκφορτωμένος εκφρασμένος εκφωνημένος εκχειλισμένος εκχερσωμένος ελεγμένος ελαιοχρωματισμένος ελαττωμένος ελαφρωμένος ελαχιστοποιημένος εμβολισμένος εμβολιασμένος εμπαιγμένος εμπλουτισμένος εμποδισμένος εμφανισμένος εμφυτευμένος εμψυχωμένος εναγκαλισμένος ενανθρακωμένος εναντιωμένος εναποθηκευμένος ενασκημένος ενασχολημένος ενδυναμωμένος ενεργοποιημένος ενεργημένος ενηλικιωμένος ενημερωμένος ενθαρρυμένος ενθρονισμένος ενθυλακωμένος ενοικιασμένος ενοποιημένος ενορχηστρωμένος ενοχοποιημένος ενσαρκωμένος ενσφηνωμένος ενσωματωμένος ενταγμένος ενταφιασμένος εντοπισμένος εντυπωσιασμένος εντυπωμένος ενυδατωμένος ενωμένος εξαγγελμένος εξαγιασμένος εξαγνισμένος εξαγορασμένος εξαγριωμένος εξαερισμένος εξαερωμένος εξαθλιωμένος εξακοντισμένος εξαλειμμένος εξαναγκασμένος εξανδραποδισμένος εξανεμισμένος εξανθρωπισμένος εξαντλημένος εξαπατημένος εξαπλασιασμένος εξαπλωμένος εξαργυρωμένος εξαρθρωμένος εξαρχαϊσμένος εξασθενισμένος εξασκημένος εξασφαλισμένος εξατμισμένος εξατομικευμένος εξαφανισμένος εξαφρισμένος εξαχρειωμένος εξαϋλωμένος εξεγερμένος εξειδικευμένος εξελληνισμένος εξεργασμένος εξερεθισμένος εξερευνημένος εξετασμένος εξευγενισμένος εξευμενισμένος εξευρωπαϊσμένος εξηγημένος εξημερωμένος εξιδανικευμένος εξιλεωμένος εξισλαμισμένος εξισορροπημένος εξιστορημένος εξισωμένος εξιταρισμένος εξιχνιασμένος εξοβελισμένος εξογκωμένος εξοδευμένος εξοικειωμένος εξολοθρεμένος εξομαλυσμένος εξομοιωμένος εξομολογημένος εξονειδισμένος εξοντωμένος εξονυχισμένος εξοπλισμένος εξορισμένος εξοργισμένος εξορκισμένος εξορυγμένος εξοστρακισμένος εξουδετερωμένος εξουθενωμένος εξουσιασμένος εξουσιοδοτημένος εξοφλημένος εξυβρισμένος

εξυγιασμένος εξυπηρετημένος εξυφασμένος εξυψωμένος εξωθημένος εξωραϊσμένος εξωτερικευμένος εορτασμένος παινεμένος επαινεμένος επαληθευμένος επαναπατρισμένος επαναπαυμένος επαναστατημένος επανασυνδεμένος επανατοποθετημένος επανεκδομένος επανεκλεγμένος επανενταγμένος επανεξετασμένος επανιδρυμένος επανορθωμένος επαργυρωμένος επαυξημένος επενδυμένος επεξεργασμένος επεξηγημένος επηρεασμένος επιβαρημένος επιβεβαιωμένος επιβιβασμένος επιβραβευμένος επιδειγμένος επιδεινωμένος επιδικασμένος επιδιορθωμένος επιδιωγμένος επιδοκιμασμένος επιδοτημένος επιθεωρημένος επικαλυμμένος επικαρπωμένος επικασσιτερωμένος επικεντρωμένος επικηρυγμένος επικολλημένος επικριμένος επικροτημένος επικυρωμένος επιλυμένος επιμερισμένος επιμεταλλωμένος επιμετρημένος επιμολυσμένος επιμορφωμένος επιπεδωμένος επιπληγμένος επιπωματισμένος επισημασμένος επισημοποιημένος επισιτισμένος επισκευασμένος επισκιασμένος επισκοτισμένος επιστεμμένος επιστεγασμένος επιστρεμμένος επιστρατευμένος επιστρωμένος επισυνημμένος επισφραγισμένος επισωρευμένος επιταγμένος επιτηδευμένος επιφορτισμένος επιφυλαγμένος επιχαλκωμένος επιχειρημένος επιχορηγημένος επιχρισμένος επιχρυσωμένος επιχωματωμένος εποικισμένος εποπτευμένος επουλωμένος επωασμένος επωμισμένος επωφελημένος ερειπωμένος ερευνημένος ερημωμένος ερμηνευμένος ερωτευμένος ερωτημένος εστιασμένος εσωκλεισμένος ετοιμασμένος ευαγγελισμένος ευαισθητοποιημένος ευαρεστημένος ευδαιμονισμένος ευεργετημένος ευνουχισμένος ευνοημένος ευπρεπισμένος ευρυμένος ευσπλαχνισμένος ευτελισμένος ευτρεπισμένος ευωδιασμένος εφαρμοσμένος εφοδιασμένος εφοπλισμένος εφυαλωμένος κατακερματισμένος ζαβλακωμένος ζαβωμένος ζαλικωμένος ζαλωμένος ζαρωμένος ζαχαριασμένος ζαχαρωμένος ζεματισμένος ζεσταμένος ζεστοκοπημένος ζευγαρισμένος ζητημένος ζορισμένος ζουλιγμένος ζουμαρισμένος ζουπιγμένος ζουριασμένος ζουρλαμένος ζοχαδιασμένος ζυγισμένος ζυγιασμένος ζυγοσταθμισμένος ζυγωμένος ζυμωμένος ζωγραφισμένος ζωηρεμένος ζωντανεμένος ζωογονημένος ζωοποιημένος ηδονισμένος ηθικοποιημένος ηλεκτρισμένος ηλεκτροφωτισμένος ηλιασμένος ημερεμένος ημερωμένος ηχοβολισμένος

ηχογραφημένος θελημένος θιγμένος θαλασσοδαρμένος θαλασσοπνιγμένος θαλασσοποιημένος θαλασσωμένος θαμβωμένος θαμπωμένος θανατωμένος θαρρεμένος θαυμασμένος θειαφισμένος θελιασμένος θεμελιωμένος θεοποιημένος θερισμένος θεραπευμένος θεριακωμένος θεριεμένος θερμομετρημένος θεσμοθετημένος θεσπισμένος θεωρημένος θηλιασμένος θηλασμένος θηλυκωμένος θημωνιασμένος θησαυρισμένος θολωμένος θορυβημένος θρασεμένος θρονιασμένος θρυμματισμένος θρυψαλιασμένος θυμιασμένος θυμιατισμένος θυροκολλημένος θυσιασμένος θωπευμένος θωρακισμένος ιδανικευμένος ιδεασμένος ιδιοκατοικημένος ιδιοποιημένος ιδιωτικοποιημένος ιδροκοπημένος ιδρυμένος ιδρωμένος ιεραρχημένος ιονισμένος ιππευμένος ιριδισμένος ισασμένος ισιασμένος ισιωμένος ισοζυγισμένος ισοζυγιασμένος ισοπεδωμένος ισοσκελισμένος ισοσταθμισμένος ισοφαρισμένος ισχνεμένος ισχυρισμένος ισωμένος ιχνευμένος ιχνογραφημένος ληγμένος λαβωμένος λαγαρισμένος λαγγεμένος λαγιασμένος λαγοκοιμισμένος λαδωμένος λαθρακιασμένος λακισμένος λακτισμένος λαλημένος ειλημμένος λαμπαδιασμένος λαμπικαρισμένος λαναρισμένος λανσαρισμένος λαξευμένος λαπαδιασμένος λασκαρισμένος λατομημένος λαφιασμένος

λαφυραγωγημένος λαχανιασμένος λαχταρισμένος λεηλατημένος λειασμένος λειτουργημένος λεξικογραφημένος λεπτυσμένος λευκασμένος λευκοφορεμένος λησμονημένος ληστεμένος ληστοκρατημένος λιασμένος λιανισμένος λιανεμένος λιβανισμένος λιγδιασμένος λιγδωμένος λιγνεμένος λιγοστεμένος λιθοβολημένος λιθογραφημένος λιθοδομημένος λιθοστρωμένος λικνισμένος λιμασμένος λιμαρισμένος λιμνασμένος λιντσαρισμένος λιπασμένος λιποθυμισμένος λιτανεμένος λιχνισμένος λιχνεμένος λιχουδεμένος λιωμένος λογισμένος λογαριασμένος λογικευμένος λογοδοτημένος λογοκριμένος λογοφερμένος λογχισμένος λοιδορημένος λοξεμένος λουλουδισμένος λουλουδιασμένος λουσαρισμένος λουστραρισμένος λουσμένος λυγισμένος λυντσαρισμένος λυμένος λυσσασμένος λυτρωμένος Βαβυλωνία Επταετία