Ετυμολογία

επεξεργασία
Χειρίσοφος ή και Χειρόσοφος < χείρ (χέρι) + σοφός. Αυτός που κατέχει την σοφία, την τέχνη των χεριών, που είναι μέρος της μιμικής. Τέχνη την οποία εποπτεύει η Μούσα Πολύμνια.

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χειρίσοφος αρσενικό