Χάλυβες
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Χάλυβες < ίσως από τον ποταμό Άλυ ή ίσως από τη λέξη των Χετταίων Khaly-wa (χώρα του Άλυος ποταμού) χωρίς να υπάρχει βεβαιότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΧάλυβες
- λαός του Πόντου (ίσως παρά τον Άλυ ποταμό ίσως όμως και στη σημερινή Γεωργία ή και αλλού) με παράδοση στην επεξεργασία του σιδήρου, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα έδωσε και την ονομασία του στο κράμα του χάλυβα
- Χάλυβες σιδηροτέκτονες (Αισχύλος)
- πλὴν γὰρ Κιλίκων καὶ Λυκίων τοὺς ἄλλους πάντας ὑπ᾽ ἑωυτῷ εἶχε καταστρεψάμενος ὁ Κροῖσος. εἰσὶ δὲ οἵδε, Λυδοί, Φρύγες, Μυσοί, Μαριανδυνοί, Χάλυβες, Παφλαγόνες, Θρήικες οἱ Θυνοί τε καὶ Βιθυνοί, Κᾶρες, Ἴωνες, Δωριέες, Αἰολέες (Ηρόδοτος, Κλειώ, 28)
- ἐντεῦθεν ἐπορεύθησαν σταθμοὺς δύο παρασάγγας δέκα· ἐπὶ δὲ τῇ εἰς τὸ πεδίον ὑπερβολῇ ἀπήντησαν αὐτοῖς Χάλυβες καὶ Τάοχοι καὶ Φασιανοί. (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις,Δ.6.5)
- ὁ δὲ εἶπεν ὅτι Τιρίβαζος εἴη ἔχων τήν τε ἑαυτοῦ δύναμιν καὶ μισθοφόρους Χάλυβας καὶ Ταόχους (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις,Δ.4.18)
- Χάλυβες στη Βικιπαίδεια