Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φιλόνικος < (φίλος( φιλό- + -νικος / νίκη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φιλόνικος αρσενικό