Ετυμολογία

επεξεργασία
Τενέδιος < αρχαία ελληνική Τενέδιος < Τένεδος + -ιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Τενέδιος αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τη Τένεδο, θηλυκό Τενέδια
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Τενέδιου)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία