Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Συζήτηση
:
αίσχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Μάθετε περισσότερα σχετικά με αυτή τη σελίδα
αίσχος<αιδώς(η)(με δασεία) αίσχος=άσχημη κατάσταση που προκαλεί ντροπή(εν+τρέπω)
Προσθήκη θέματος
Επιστροφή στη σελίδα "αίσχος".