Σταμάτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σταμάτω | οι | Σταμάτες |
γενική | της | Σταμάτως | των | Σταμάτων |
αιτιατική | τη | Σταμάτω | τις | Σταμάτες |
κλητική | Σταμάτω | Σταμάτες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Σταμάτω < Σταμάτ(ης) + -ω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /staˈma.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στα‐μά‐τω
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σταμάτω θηλυκό
- γυναικείο όνομα
Πηγές
επεξεργασία
- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.