Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σολομώντας < Σολομών

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σολομώντας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία