Σεράπιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σεράπιον < Σέραπις
Ουσιαστικό επεξεργασία
Σεράπιον ή Σεραπείο ουδέτερο
- ναός λατρείας του θεού Σέραπη της αρχαίας Αιγύπτου
- Αλλά τώρα θρηνώ·
- οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου
- μ' όλο που ήτανε -- φρικτόν ειπείν --
- στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς
- Ιερεύς του Σεραπίου, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
- Σεραπείο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σεράπιον
|