Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σεράπιον < Σέραπις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Σεράπιον ή Σεραπείο ουδέτερο

  • ναός λατρείας του θεού Σέραπη της αρχαίας Αιγύπτου


Αλλά τώρα θρηνώ·
οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου
μ' όλο που ήτανε -- φρικτόν ειπείν --
στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς
Ιερεύς του Σεραπίου, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


  Μεταφράσεις επεξεργασία