Ετυμολογία

επεξεργασία
Σαρδώ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σαρδώ θηλυκό, μόνο στον ενικό (γενική: Σαρδόος / Σαρδοῦς και Σαρδόνος / Σαρδῶνος· δοτική: Σαρδοῖ και Σαρδόνι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία