Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαρδώ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαρδώ θηλυκό, μόνο στον ενικό (γενική: Σαρδόος / Σαρδοῦς και Σαρδόνος / Σαρδῶνος· δοτική: Σαρδοῖ και Σαρδόνι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία