για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε [[{{{1}}}]]


Χρησιμοποιείται, στην ενότητα μεταφράσεις, σε λήμματα που αποτελούν θηλυκά άλλου ουσιαστικού ώστε να ανακατευθύνει τον αναγνώστη στο αντίστοιχο λήμμα, εάν η γλώσσα της οποίας θέλει να δει ή να προσθέσει τη μετάφραση δεν έχει ειδική λέξη για το θηλυκό για αυτό το ουσιαστικό ή δεν έχει ειδική λέξη γενικά για τα θηλυκά

Παίρνει ως παράμετρο το λήμμα του οποίου αποτελεί το θηλυκό.

Εάν η ενότητα των μεταφράσεων περιέχει υποενότητες, καλό είναι να μπαίνει μέσα στην υποενότητα που αναφέρεται στο θηλυκό ώστε να είναι εμφανές ότι αναφέρεται μόνο στην έννοια που αφορά το θηλυκό.