Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πρωτοσύγγελος < πρωτοσύγκελος (τίτλος εκκλησιαστικού αξιώματος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πρωτοσύγγελος αρσενικό