Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παμμακάριστος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παμμακάριστος θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
  2. ονομασία χριστιανικών ιδρυμάτων