Δείτε επίσης: λιμναῖος, λιμναίος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λιμναῖος < λιμναῖος < λίμνη + -αῖος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λιμναῖος αρσενικό