Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλεόξενος < κλεό- + -ξενος (ξένος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλεόξενος αρσενικό