Ετυμολογία

επεξεργασία
Κιργίζιος < Κιργιζία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Κιργίζιος αρσενικό (θηλυκό Κιργίζια)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία