Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐθύβιος < εὐθύ- + -βιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐθύβιος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία