Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυσίκακος < λύω + κακόν

  Επίθετο επεξεργασία

λυσίκακος

  • αυτός που λυτρώνει από το κακό

Συγγενικά επεξεργασία