Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ουζμπέκος < Ουζμπεκιστάν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ουζμπέκος αρσενικό (θηλυκό Ουζμπέκα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία