σμιρίγλι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
νέο
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:30, 1 Ιουνίου 2006

Πρότυπο:=el=

Πρότυπο:-ετυμ-

Σμιρίγλι (το) < ιταλ. smeriglio < νέο λατ. smeriglion < *smirilium < ελλ. σμιρίτης λίθος | σμίρις (η), της σμίριδος | σμύρις (η), της σμύριδος.

Πρότυπο:-ουσ- σμιρίγλι ουδέτερο

  • είδος σκληρού ορυκτού, η σμύριδα (της Νάξου)


Πρότυπο:-μτφ-