δηλητηριώδης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
||
Γραμμή 3:
{{-ετυμ-}}
: αρχαία ελληνική λέξη [[#Αρχαία_ελληνικά_(grc)|δηλητηριώδης]]
{{-επιθ-|el}}
'''{{PAGENAME}}, -ης, -ες'''
* που περιέχει ή ρίχνει [[δηλητήριο]]
Γραμμή 72:
{{-ετυμ-}}
: < [[δηλητήρ]] < [[δηλέομαι]] ([[βλάπτω]])
{{-επιθ-|grc}}
'''δηλητηριώδης, -ης, -ες'''
* [[βλαπτικός]], φαρμακερός
|