ψήνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αντικατάσταση της σελίδας με την '=={'
Ετικέτες: Αντικατάσταση Αναιρέθηκε
Ανάκληση της επεξεργασίας 4867934 του 2A02:2149:8211:7600:2D0C:3044:6342:AB5C (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} [[ψήνω]] και [[ψένω]] < από τύπους '''ἧψον''' ή '''ἡψήθην''' ή '''ἡψημένος''' του αρχαίου [[ἕψω]] ([[μαγειρεύω]])
 
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''', ''παθ. φωνή:'' [[ψήνομαι]], ''παθ. μτχ.:'' [[ψημένος]]
# [[επεξεργάζομαι]] κάτι εκθέτοντάς το στη [[φωτιά]]
# [[παρασκευάζω]] φαγητό ή ποτό βάζοντάς το στη φωτιά απευθείας ή σε κάποιο [[σκεύος]]
#: ''βλέπε και [[μαγειρεύω]]''
# (''για [[μέταλλο]]'') το [[σκληρύνω]], βυθίζοντάς το σε κρύο νερό αμέσως μετά την έξοδό του από τον [[φούρνος|φούρνο]], ώστε να σκληρυνθεί και να γίνει ταυτόχρονα ελαστικό
# {{μτφρ}} [[βασανίζω]], [[τυραννώ]], [[ταλαιπωρώ]], κυρίως με έκθεση σε μεγάλες θερμοκρασίες
# {{μτφρ}} πείθω κάποιον επιδέξια να κάνει αυτό που θέλω
 
===={{συγγενικά}}====
* [[ψήσιμο]]
* [[ψησταριά]]
* [[ψηστήρι]]
* [[ψήστης]]
* [[ψηστιέρα]]
* [[ψηστικά]]
* [[ψητό]]
* [[ψητός]]
 
===={{σύνθετα}}====
* [[άψητος]]
* [[μισοψημένος]]
* [[ψητοπωλείο]]
* [[ψητοπώλης]]
 
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'λύνω'|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'δηλώνομαι'|παρακΒ=1}}
 
===={{μεταφράσεις}}====
 
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|bake}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|cuire}}
* {{de}} : {{τ|de|braten}}
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
* {{es}} : {{τ|es|tostar}}
* {{it}} : {{τ|it|arrostire}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
* {{hu}} : {{τ|hu|megsüt}}
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|piekę}}
* {{pt}} : {{τ|pt|torrar}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
* {{sr}} : {{τ|sr|пећи}}
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
* {{sv}} : {{τ|sv|baka}}
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
* {{cs}} : {{τ|cs|péci}}
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
 
{{κλείδα-ελλ}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/ψήνω"