μουτεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{προσχέδιο|el}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} ==={{ρήμα|el}}=== '''{{PAGENAME}}'...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 02:56, 11 Μαρτίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

μουτεύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα

μουτεύω

  1. χάνω τη φωνή μου, μουγγεύω
    Μούτεψε και δε λαλεί της ρεματιάς τ' αηδόνι. (Ποίημα του Σαντάρμη Αν. Γιάννη, στο βιβλίο των Τάκη Ευθυμίου και Βασίλη Κανέλλου Παγκύρια και οργανοπαίχτες μιας άλλης εποχής στα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας, Λαμία 2010)
  2. μαδώ πουλί

  Μεταφράσεις