καπέλο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 7:
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
* [[εξάρτημα]] της ανδρικής και γυναικείας [[ενδυμασία]]ς διαφόρων σχημάτων, σχεδίων και χρωμάτων, το οποίο φοριέται στο κεφάλι για λόγους αισθητικούς και πρακτικούς (π.χ. προστασία από τον ήλιο ή το κρύο) ή λειτουργικούς (οπότε είναι [[δηλωτικό]] του επαγγέλματος ή του αξιώματος)
* (μεταφ) φωτεινή επιγραφή στην οροφή του ταξί
* η άυξηση της τιμής ενός εμπορεύματος πέρα από τα επιτρεπτά και νόμιμα όρια για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού κέρδους▼
: ''πουλάω φρούτα με καπέλο''▼
* '''βγάζω σε κάποιον το καπέλο''': αναγνωρίζω την αξία και την υπεροχή του▼
: ''αν τα καταφέρεις, θα σου βγάλω το καπέλο''▼
* '''παίρνω το καπέλο / καπελάκι μου και φεύγω''': τρόπος [[απειλή]]ς ότι δε θα διστάσει κάποιος να αποχωρήσει▼
==={{εκφράσεις}}===
▲* η
▲: ''πουλάω φρούτα με '''καπέλο'''''
▲: ''αν τα καταφέρεις, θα σου βγάλω το '''καπέλο'''''
▲*
* ''τά ΄κανες [[μουνί]] '''καπέλο''''': τά ΄κανες μαλλιά κουβάρια, χάλια
===={{συγγενικά}}====
* [[καπελώνω]]
|