θλίβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους |
μ Νέο Σύστημα |
||
Γραμμή 1:
=={{
==={{ετυμολογία}}===
: θλίβω < θλῶ (: σπάω, συντρίβω) + φλίβω (: σπάω, πιέζω)
==={{
'''{{PAGENAME}}'''
* προκαλώ [[θλίψη]], [[λύπη]], [[στεναχώρια]]
Γραμμή 8:
* ασκώ δύναμη σε ένα αντικείμενο, το πιέζω ώστε να μειωθεί ο όγκος του
: '''''έθλιψε''' δυνατά το μπόγο με τα ρούχα''
===={{συγγενικά}}====
* [[θλάση]]
* [[θλίψη]]
Γραμμή 14:
* [[θλιβερός]]
===={{σύνθετα}}====
* [[καταθλίβω]]
* [[συνθλίβω]]
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|afflict}}, {{τ|en|distress}}, {{τ|en|grieve}}
|