Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δημόδικος < δημό- + -δικος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δημόδικος αρσενικό