Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δαμόκριτος < δαμό- + -κριτος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δαμόκριτος αρσενικό