Δαβέλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δαβέλας < νταβέλ(ης) (: μισό άσπρο μισό μαύρο σκυλί) + -ας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαβέλας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δαβέλας σελ.102 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.