Ετυμολογία

επεξεργασία
Γενεσιακός < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γενεσιακός αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Γενεσιακός - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven