Γάζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γάζος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓάζος αρσενικό (θηλυκό Γάζου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ευρετήριο: Συγγραφέων-Μεταφραστών-Φιλολογικών Εκδοτών, Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού», Μουσείο Μπενάκη, ανακτήθηκε 22/11/2023 [1]